- φιλόφωνον
- φιλόφωνοςfond of talkingmasc/fem acc sgφιλόφωνοςfond of talkingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόφωνος — ον, Α 1. φλύαρος, πολυλογάς·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφωνον φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ὁμό φωνος] … Dictionary of Greek
χαλινώνω — χαλινῶ, όω, ΝΜΑ [χαλινός] 1. τοποθετώ χαλινάρι σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο (α. «χαλίνωσε το άλογο» β. «τοὺς ἵππους ἐχαλίνουν», Ξεν.) 2. μτφ. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω, χαλιναγωγώ (α. «δεν χαλίνωσε τις αδυναμίες του» β. «τὰ πάθη χαλινοῡντες» … Dictionary of Greek